- χρυσίζουσα
- χρυσίζωto be goldenpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσιζούσας — χρυσιζούσᾱς , χρυσίζω to be golden pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) χρυσιζούσᾱς , χρυσίζω to be golden pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
AUROSA — Harena, apud Ael. Lamprid in Heliogabalo, c. 31. Scobe auri porticum stravit et Argenti ut fit hodie de aurosa harena: quid sit, vide supra in voce Auri vena. Nempe quacumque pedibus iter faciebat Imperator, sternebatur via aurosa harenâ. Quem… … Hofmann J. Lexicon universale
αμμόχρυσος — ἀμμόχρυσος, ο (Α) όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται… … Dictionary of Greek
λιποχρωμία — η η κίτρινη χρυσίζουσα χροιά τού καλυπτήριου συστήματος τού σώματος και ιδίως τής παλάμης, τών χεριών και τού πέλματος τών ποδιών … Dictionary of Greek
χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… … Dictionary of Greek